(Εκκλησία της Αλβανίας).
Ο Ευλόγιος Κουρίλας γεννήθηκε στη Ζήτσιστα της Κορυτσάς το 1880.
Σε νεαρή ηλικία εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Φιλοθέου στο Άγιον Όρος. Στις 11 Απριλίου 1937 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Κορυτσάς.
Ο Ευλόγιος Κουρίλας υπήρξε μια από τις σημαντικές φυσιογνωμίες του νεώτερου αθωνικού μοναχισμού.
Σπούδασε στην Αθωνιάδα, τη Μεγάλη του Γένους Σχολή και το Πανεπιστήμιο Αθηνών Θεολογία και Φιλοσοφία. Σε νεαρή ηλικία πήγε στο Άγιον Όρος και εκάρη μοναχός στη Μονή Φιλοθέου. Αργότερα πήγε στη συνοδεία της μονής Μεγίστης Λαύρας.
Το 1935 ανεκηρύχθη διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και δίδαξε νεώτερη ιστορία στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και αργότερα πάλι στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Επί σειρά ετών είχε την ευκαιρία να μελετήσει τα χειρόγραφα των βιβλιοθηκών του Αγίου Όρους, των Μετεώρων, της Πάτμου και των Αθηνών. Η έρευνά του απέδωσε πολλά πρωτότυπα συγγράμματα και μελέτες που εξέδωσε ο ίδιος σε βιβλία και δημοσίευσε σε περιοδικά. Σημαντικό μέρος των έργων του αφορά στο Άγιον Όρος.
Εκοιμήθη στη Στρατονίκη Χαλκιδικής στις 21 Απριλίου 1961.
Ο Νίκος Βέης ήταν βυζαντινολόγος και νεοελληνιστής, καθηγητής Πανεπιστημίου και Ακαδημαϊκός.
Γεννήθηκε το 1883 στην Τρίπολη Αρκαδίας. Ο πατέρας του Αθανάσιος Βέης, ήταν καθηγητής στην Τρίπολη. Σε ηλικία εννέα χρονών έχασε τον πατέρα του. Αργότερα με την οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε Φιλολογία.
Σε ηλικία μόλις δεκαοκτώ ετών εργάστηκε στο Τμήμα Χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης και ασχολήθηκε με την παλαιογραφία, την κωδικολογία και την περιγραφή των κωδίκων.
Από τότε άρχισε να δημοσιεύει άρθρα για τις βυζαντινές και νεοελληνικές σπουδές στα περιοδικά «Νουμάς» και «Παναθήναια».
" Ασχολήθηκε επίσης με τη δημώδη ποίηση, τη σιγιλλογραφία, με καταλόγους και περιγραφές χειρογράφων και επιγραφών. Δημοσίευσε μελέτες για επιγραφές, χειρόγραφα και κώδικες μοναστηριών, για λαϊκές παραδόσεις και λαογραφικά θέματα. "
Το 1908 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Από το 1908 ως το 1910 ασχολήθηκε με την κωδικοποίηση χειρογράφων και κοδίκων των μονών των Μετεώρων. Εκείνη την εποχή, επηρεασμένος από το αγροτικό ζήτημα και εμφορούμενος από σοσιαλιστικές ιδέες, έθεσε υποψηφιότητα για βουλευτής Καρδίτσας-Τρικάλων-Καλαμπάκας, αλλά δεν εξελέγη. Το 1911 εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο, όπου παρέμεινε συνολικά 14 χρόνια και όπου δίδαξε Βυζαντινή και Μεσαιωνική Ελληνική Φιλολογία. Εκεί γνώρισε και τον Αλέξανδρο Σβώλο, με τον οποίο έγινε στενός φίλος.
Πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εξέδωσε το περιοδικό «Βyzantinische-Νeugriechische Jahrbucher», με το οποίο ασχολήθηκε μέχρι το 1925. Εκείνη τη χρονιά εξελέγη καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών στην έδρα της «Μεσαιωνικής και Νεωτέρας Ελληνικής Φιλολογίας» και επέστρεψε στην Αθήνα.
Κατά τη δικτατορία Μεταξά, αρνήθηκε να δεχθεί ως συναδέλφους συνεργάτες του καθεστώτος, με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί από το Πανεπιστήμιο. Όταν ξέσπασε ο πόεμος του 1940, έφυγε για το μέτωπο της Βορείου Ηπείρου. Έμεινε στην περιοχή του Αργυροκάστρου, όπου επιτέλεσε σημαντικό έργο για τη διάσωση της ελληνικής κληρονομιάς, εντοπίζοντας, μελετώντας και περιγράφοντας ελληνικές επιγραφές και χειρόγραφα της μητρόπολης Αργυροκάστρου και μοναστηριών της Βορείου Ηπείρου.
Ανακηρύχθηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών το 1943. Εντάχθηκε στο ΕΑΜ. Μετά την απελευθέρωση ασχολήθηκε με την πολιτική, αλλά το 1946 επαύθη οριστικά από το Πανεπιστήμιο, λόγω της πολιτικής του δράσης. Το 1950 ήταν υποψήφιος του Σοσιαλιστικού κόμματος ΕΛΔ του Αλέξανδρου Σβώλου και εξελέγη βουλευτής Αθηνών.
Πέθανε στην Αθήνα το 1958.
Γεννήθηκε το 1851 στην Κέρκυρα και ήταν γιός του νομισματολόγου Παύλου Λάμπρου. Σπούδασε ιστορία στην Λειψία, στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στο Λονδίνο και στην Βιέννη και ήταν μαθητής του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Το 1890 έγινε καθηγητής της Ελληνικής ιστορίας και της Παλαιογραφίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών ενώ διετέλεσε πρύτανης του πανεπιστημίου (1893-1894, 1912-1913). Από το 1903 εξέδιδε το περιοδικό «Νέος Ελληνομνήμων», που καθιερώθηκε διεθνώς ως σημείο αναφοράς για τη Μεσαιωνική και νεώτερη Ελληνική ιστορία. Το 1916 διορίστηκε απο τον Βασιλιά πρωθυπουργός, αξίωμα στο οποίο παρέμεινε μεχρι το 1917. Με την επάνοδο του Βενιζέλου εξορίστηκε στην Ύδρα και στην Σκόπελο ενώ δημεύτηκε και η περιουσία του.
Απεβίωσε στην Σκόπελο το 1919 λόγω κακουχιών. Κόρη του ήταν η Λίνα Τσαλδάρη.
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα εργάστηκε αρχικά στη Βιβλιοθήκη της Βουλής και από το 1884 κατέλαβε θέσεις στο Υπουργείο Παιδείας, αρχικά ως Τμηματάρχης Μέσης Εκπαίδευσης και έπειτα Γενικός Διευθυντής. Εισηγήθηκε μάλιστα τη διδασκαλία της δημοτικής στα σχολεία. Το 1890 έγινε καθηγητής Μυθολογίας και Ελληνικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, του οποίου διατέλεσε και πρύτανης.
Στο διάστημα 1889-1890 ήταν συνδιευθυντής του περιοδικού Εστία, μαζί με τον Γεώργιο Δροσίνη. Το 1908 ίδρυσε την Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία (ο ίδιος είχε εισηγηθεί τον όρο «λαογραφία» ως αντίστοιχο των ευρωπαϊκών όρων Folklore και Volkskunde), το 1909 ξεκίνησε την έκδοση του περιοδικού Λαογραφία και το 1918 ίδρυσε το Λαογραφικό Αρχείο.
Ο Πολίτης συστηματοποίησε το έργο της λαογραφίας, ώστε να καλύπτει όλο το φάσμα των εκδηλώσεων του παραδοσιακού βίου: μνημεία λόγου (τραγούδια, παροιμίες, ευχές, διηγήσεις κ.α.), κοινωνική οργάνωση, καθημερινή ζωή (ενδυμασία, τροφή, κατοικία), επαγγελματικό βίο (γεωργικό, ποιμενικό, ναυτικό), θρησκευτική ζωή, δίκαιο, λαϊκή φιλοσοφία και ιατρική, μαγεία και δεισιδαιμονικές συνήθειες, λαϊκή τέχνη, χορός και μουσική. Η ενθάρρυνση της μελέτης της παραδοσιακής ζωής αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τη θεματική και την τεχνοτροπία τών ποιητών της Γενιάς του 1880 και τών εκπροσώπων της ηθογραφικής πεζογραφίας.
Το σπουδαιότερό του έργο είναι η Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας (Geschichte der byzantinischen Literatur von Justinian bis zum Ende des Ostroemischen Reiches), μία δεύτερη έκδοση του οποίου δημοσιεύτηκε το 1897, με τη συνεργασία του Άλμπερτ Έρχαρτ (απόσπασμα για θεολογία) και του Χάινριχ Γκέλτσερ (γενική σκιαγράφηση της βυζαντινής ιστορίας, 395-1453 μ.Χ.). Η αξία του έργου επαυξάνεται ιδιαίτερα από τις εκτενείς βιβλιογραφίες που εμπεριέχονται στο σώμα του έργου και σε ειδικό παράρτημα.
Ο Κρουμπάχερ ίδρυσε επίσης το περιοδικό Byzantinische Zeitschrift (1892) και το Byzantinisches Archiv (1898). Ταξίδεψε αρκετά και τα αποτελέσματα ενός ταξιδιού στην Ελλάδα παρουσιάστηκαν στο Ελληνικό ταξίδι του (Griechische Reise (1886)). Άλλα έργα του είναι: το Casio (1897), πραγματεία σε βυζαντινή ποιήτρια του 9ου αι. μ.Χ., μαζί με τα σπαράγματα· Μιχαήλ Γλυκάς (Michael Glykas (1894))· Η ελληνική λογοτεχνία του Μεσαίωνα (Die griechische Litteratur das Mittelalters) στο Die Kultur der Gegenwart του Paul Hinneberg, i. 8 (1905); Το πρόβλημα της νεοελληνικής καθαρεύουσας (Das Problem der neugriechischen Schriftsprache (1902)), στο οποίο αντιτάσσεται στις προσπάθειες των καθαρολόγων για εισαγωγή του κλασικού ύφους στη σύχρονη ελληνική λογοτεχνία· τέλος, Δημοφιλείς εκθέσεις (Populäre Aufsätze (1900)).